- πέλεκυς
- (-εως) ο1) см. πελέκι; 2) перен. карающая рука;
ο πέλεκυς της δικαιοσύνης — карающая рука правосудия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο πέλεκυς της δικαιοσύνης — карающая рука правосудия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέλεκυς — axe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεκυς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1850 στην Κεφαλονιά. 2. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1876 στη Σάμο. 3. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1881 στην Κεφαλονιά. 4. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1883… … Dictionary of Greek
διπλούς πέλεκυς — Αντικείμενο θρησκευτικής σημασίας σε αρχαίους πολιτισμούς. Υπήρξε ένα από τα κυριότερα θρησκευτικά σύμβολα του μινωικού κόσμου. Βλ. λ. πελέκι … Dictionary of Greek
πελέκει — πέλεκυς axe fem nom/voc/acc dual (attic epic) πέλεκυς axe fem dat sg πελεκάω hew pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) πελεκάω hew imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκέων — πέλεκυς axe fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πελεκάω hew pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκίων — πέλεκυς axe fem gen pl (doric) πελέκιον neut gen pl πελεκάω hew pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέκεας — πέλεκυς axe fem acc pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέκεες — πέλεκυς axe fem nom/voc pl (epic ionic) πελεκάω hew imperf ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέκεις — πέλεκυς axe fem nom/voc pl (attic epic) πελεκάω hew imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέκεος — πέλεκυς axe fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελέκεσι — πέλεκυς axe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)